γκαζόλαμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαζόλαμπα οι γκαζόλαμπες
      γενική της γκαζόλαμπας
    αιτιατική την γκαζόλαμπα τις γκαζόλαμπες
     κλητική γκαζόλαμπα γκαζόλαμπες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαζόλαμπα < γκάζ(ι) + -ό- + λάμπα [1]

Ουσιαστικό

γκαζόλαμπα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.