γκαζόλαμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκαζόλαμπα | οι | γκαζόλαμπες |
| γενική | της | γκαζόλαμπας | — | |
| αιτιατική | την | γκαζόλαμπα | τις | γκαζόλαμπες |
| κλητική | γκαζόλαμπα | γκαζόλαμπες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γκαζόλαμπα
|
|
Αναφορές
- γκαζόλαμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.