πετάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετάλι τα πετάλια
      γενική του πεταλιού των πεταλιών
    αιτιατική το πετάλι τα πετάλια
     κλητική πετάλι πετάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pedale + με τροπή [d] > [t][1] (Δείτε και πεντάλ)

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈta.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πετάλι

Ουσιαστικό

πετάλι ουδέτερο

  1. (τεχνολογία, προφορικό) πεντάλ, ποδοκίνητος μοχλός που προκαλεί κίνηση
  2. (ποδηλασία, προφορικό) το πεντάλ του ποδηλάτου

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • κάνω πετάλι: κινώ με τα πόδια μου τα πετάλια ενός ποδηλάτου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.