γεωγραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωγραφία οι γεωγραφίες
      γενική της γεωγραφίας των γεωγραφιών
    αιτιατική τη γεωγραφία τις γεωγραφίες
     κλητική γεωγραφία γεωγραφίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωγραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γεωγραφία < αρχαία ελληνική γεωγράφος < (γῆ) γεω- + -γραφία (γράφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.o.ɣɾaˈfi.a/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεωγραφία

Ουσιαστικό

γεωγραφία θηλυκό

  1. (γεωγραφία) η επιστήμη που μελετά τη φυσική διαμόρφωση της επιφάνειας της γης, τον χωρισμό της σε κράτη καθώς και τον πληθυσμό και την οικονομία των κρατών αυτών
  2. (εκπαίδευση) το αντίστοιχο σχολικό μάθημα και σχολικό βιβλίο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.