γλωσσογεωγραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλωσσογεωγραφία | οι | γλωσσογεωγραφίες |
| γενική | της | γλωσσογεωγραφίας | των | γλωσσογεωγραφιών |
| αιτιατική | τη | γλωσσογεωγραφία | τις | γλωσσογεωγραφίες |
| κλητική | γλωσσογεωγραφία | γλωσσογεωγραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλωσσογεωγραφία < γλώσσα + -ο- + γεωγραφία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Sprachgeographie
Ουσιαστικό
γλωσσογεωγραφία θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσολογικός κλάδος που ασχολείται με τις διαλέκτους μιας γεωγραφικής περιοχής και τις μελετά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.