geografi

Δανικά (da)

Ουσιαστικό

geografi (da)

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Γεωγραφία (δανικά)



Ίντο (io)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

geografi (io)



Νεονορβηγικά (nn)

Ουσιαστικό

geografi (nn)

Συγγενικά



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

{{τ|no|geografi}

  • Κατηγορία:Γεωγραφία (νορβηγικά)

Νορβηγικά μπούκμολ (nb)

Ουσιαστικό

geografi



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

geografi (sv)

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Γεωγραφία (σουηδικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.