geografie

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

geografie < geografi- + -e

Επίρρημα

geografie (eo)



Ολλανδικά (nl)

Ετυμολογία

geografie < (άμεσο δάνειο) γαλλική géographie < λατινική geographia < ελληνιστική κοινή γεωγραφία. Μορφολογικά αναλύεται σε geo- + -grafie

Ουσιαστικό

geografie (nl) θηλυκό

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Γεωγραφία (ολλανδικά)



Ρουμανικά (ro)

Ετυμολογία

geografie < (άμεσο δάνειο) γαλλική géographie < λατινική geographia < ελληνιστική κοινή γεωγραφία. Μορφολογικά αναλύεται σε geo- + -grafie

Ουσιαστικό

geografie (ro) θηλυκό

  • Κατηγορία:Γεωγραφία (ρουμανικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.