φυτογεωγραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυτογεωγραφία | οι | φυτογεωγραφίες |
| γενική | της | φυτογεωγραφίας | των | φυτογεωγραφιών |
| αιτιατική | τη | φυτογεωγραφία | τις | φυτογεωγραφίες |
| κλητική | φυτογεωγραφία | φυτογεωγραφίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυτογεωγραφία < φυτο- + γεωγραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φυτογεωγραφία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φυτογεωγραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.