γεραρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεραρός | η | γεραρά | το | γεραρό |
| γενική | του | γεραρού | της | γεραράς | του | γεραρού |
| αιτιατική | τον | γεραρό | τη | γεραρά | το | γεραρό |
| κλητική | γεραρέ | γεραρά | γεραρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεραροί | οι | γεραρές | τα | γεραρά |
| γενική | των | γεραρών | των | γεραρών | των | γεραρών |
| αιτιατική | τους | γεραρούς | τις | γεραρές | τα | γεραρά |
| κλητική | γεραροί | γεραρές | γεραρά | |||
| Κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση του γεραρός. | ||||||
| Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γεραρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεραρός < γεραίρω < γέρας
Μεταφράσεις
γεραρός
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γεραρός | ἡ | γεραρᾱ́ | τὸ | γεραρόν |
| γενική | τοῦ | γεραροῦ | τῆς | γεραρᾶς | τοῦ | γεραροῦ |
| δοτική | τῷ | γεραρῷ | τῇ | γεραρᾷ | τῷ | γεραρῷ |
| αιτιατική | τὸν | γεραρόν | τὴν | γεραρᾱ́ν | τὸ | γεραρόν |
| κλητική ὦ! | γεραρέ | γεραρᾱ́ | γεραρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | γεραροί | αἱ | γεραραί | τὰ | γεραρᾰ́ |
| γενική | τῶν | γεραρῶν | τῶν | γεραρῶν | τῶν | γεραρῶν |
| δοτική | τοῖς | γεραροῖς | ταῖς | γεραραῖς | τοῖς | γεραροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | γεραρούς | τὰς | γεραρᾱ́ς | τὰ | γεραρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | γεραροί | γεραραί | γεραρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεραρώ | τὼ | γεραρᾱ́ | τὼ | γεραρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | γεραροῖν | τοῖν | γεραραῖν | τοῖν | γεραροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γεραρός, -ά, -όν
- γεραρός
- μεγαλοπρεπής
- γέρος
- (πληθυντικός) οἱ γεραροί: ιερείς
- (πληθυντικός) αἱ γεραραί: ιέρειες (του Διονύσου)
Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος
γεραρώτερος | γεραρώτατος | |
γεραρῶς | γεραρότερον | γεραρώτατα |
Πηγές
- γεραρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γεραρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.