γεραιός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεραιός < γέρων

Επίθετο

γεραιός, -ά, -όν και γηραιός

  1. γηραιός, ηλικιωμένος (τιμητικά), σεβάσμιος
    Τὸ τρίτον αὖτ΄ Αἴαντα ἰδὼν ἐρέειν΄ ὃ γεραιός (Ομήρου Ιλιάδα Γ 225 - αναφέρεται στον Πρίαμο)
    Τρίτο τον Αία βλέποντας ρωτάει ο γέρος πάλι (μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη)
  2. (για πράγματα) παλιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.