Διόνυσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Διόνυσος οι Διόνυσοι
      γενική του Διόνυσου
& Διονύσου
των Διόνυσων
& Διονύσων
    αιτιατική τον Διόνυσο τους Διόνυσους
& Διονύσους
     κλητική Διόνυσε Διόνυσοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καθιστός Διόνυσος σε αρχαίο αγγείο

Ετυμολογία

Διόνυσος < αρχαία ελληνική Διόνυσος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðʝo.ni.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Διόνυσος

Κύριο όνομα

Διόνυσος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) μυθολογικός θεός της γονιμότητας και του κρασιού, γιος του Δία και της Σεμέλης, προς τιμήν του οποίου γίνονταν οι λατρευτικές διονυσιακές γιορτές, τα Διονύσια.
  3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Δῐονῡσο-
ονομαστική Διόνυσος οἱ Διόνυσοι
      γενική τοῦ Διονύσου τῶν Διονύσων
      δοτική τῷ Διονύσ τοῖς Διονύσοις
    αιτιατική τὸν Διόνυσον τοὺς Διονύσους
     κλητική ! Διόνυσε Διόνυσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Διονύσω
γεν-δοτ τοῖν  Διονύσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Διόνυσος < Συγγενές: μυκηναϊκή 𐀇𐀺𐀝𐀰 (di-wo-nu-so)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Διόνυσος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο θεός Διόνυσος
  2. ανδρικό όνομα

  • επικός τύπος: Διώνυσος
  • βοιωτικός τύπος: Διώνουσος
  • άλλες μορφές: Δεύνυσος, Δίνυσος, Διένυσος

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.