επαινώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαινώ < αρχαία ελληνική ἐπαινέω / ἐπαινῶ < ἐπί + αἰνέω / αἰνῶ (απευθύνω ύμνους, δοξάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.peˈno/

Ρήμα

επαινώ (παθητική φωνή: επαινούμαι)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.