επαινώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.peˈno/
Ρήμα
επαινώ (παθητική φωνή: επαινούμαι)
- επιδοκιμάζω (κάποιον ή κάτι) ικανοποιώντας τον (ηθικά)
- ↪ Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αλληλοεπαινούνται
- αξιέπαινα
- αξιέπαινος
- απαίνευτος
- αυτοέπαινος
- αυτοεπαινούμαι / αυτοπαινεύομαι
- (επαίνεμα) / παίνεμα
- επαίνεση
- επαινετά
- επαινετέος
- επαινετικά
- επαινετικός / παινετικός
- επαινετικώς
- επαινετός
- έπαινος
- παινεσιά
- παινεσιάρης
- παινεύω
- → δείτε τις λέξεις επί και αινώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαινώ | επαινούσα | θα επαινώ | να επαινώ | επαινώντας | |
| β' ενικ. | επαινείς | επαινούσες | θα επαινείς | να επαινείς | (επαίνει) | |
| γ' ενικ. | επαινεί | επαινούσε | θα επαινεί | να επαινεί | ||
| α' πληθ. | επαινούμε | επαινούσαμε | θα επαινούμε | να επαινούμε | ||
| β' πληθ. | επαινείτε | επαινούσατε | θα επαινείτε | να επαινείτε | επαινείτε | |
| γ' πληθ. | επαινούν(ε) | επαινούσαν(ε) | θα επαινούν(ε) | να επαινούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαίνεσα | θα επαινέσω | να επαινέσω | επαινέσει | ||
| β' ενικ. | επαίνεσες | θα επαινέσεις | να επαινέσεις | επαίνεσε | ||
| γ' ενικ. | επαίνεσε | θα επαινέσει | να επαινέσει | |||
| α' πληθ. | επαινέσαμε | θα επαινέσουμε | να επαινέσουμε | |||
| β' πληθ. | επαινέσατε | θα επαινέσετε | να επαινέσετε | επαινέστε | ||
| γ' πληθ. | επαίνεσαν επαινέσαν(ε) |
θα επαινέσουν(ε) | να επαινέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαινέσει | είχα επαινέσει | θα έχω επαινέσει | να έχω επαινέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαινέσει | είχες επαινέσει | θα έχεις επαινέσει | να έχεις επαινέσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαινέσει | είχε επαινέσει | θα έχει επαινέσει | να έχει επαινέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαινέσει | είχαμε επαινέσει | θα έχουμε επαινέσει | να έχουμε επαινέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαινέσει | είχατε επαινέσει | θα έχετε επαινέσει | να έχετε επαινέσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαινέσει | είχαν επαινέσει | θα έχουν επαινέσει | να έχουν επαινέσει |
| |
Πηγές
- επαινώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.