γαλατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλατικός η γαλατική το γαλατικό
      γενική του γαλατικού της γαλατικής του γαλατικού
    αιτιατική τον γαλατικό τη γαλατική το γαλατικό
     κλητική γαλατικέ γαλατική γαλατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλατικοί οι γαλατικές τα γαλατικά
      γενική των γαλατικών των γαλατικών των γαλατικών
    αιτιατική τους γαλατικούς τις γαλατικές τα γαλατικά
     κλητική γαλατικοί γαλατικές γαλατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλατικός < Γαλατία + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.la.tiˈkos/


Επίθετο

γαλατικός

  1. σχετικός με τη Γαλατία και τους Γαλάτες
    ένα μικρό γαλατικό χωριό αντιστέκεται στον Ιούλιο Καίσαρα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.