σιωπηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιωπηλός | η | σιωπηλή | το | σιωπηλό |
| γενική | του | σιωπηλού | της | σιωπηλής | του | σιωπηλού |
| αιτιατική | τον | σιωπηλό | τη | σιωπηλή | το | σιωπηλό |
| κλητική | σιωπηλέ | σιωπηλή | σιωπηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιωπηλοί | οι | σιωπηλές | τα | σιωπηλά |
| γενική | των | σιωπηλών | των | σιωπηλών | των | σιωπηλών |
| αιτιατική | τους | σιωπηλούς | τις | σιωπηλές | τα | σιωπηλά |
| κλητική | σιωπηλοί | σιωπηλές | σιωπηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιωπηλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιωπηλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.o.piˈlos/ & /sçio.piˈlos/, όπως στην ποίηση: → δείτε το επίρρημα σιωπηλά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ω‐πη‐λός (ή σιω‐πη‐λός)
- παρώνυμο: σιωπηρός
Μεταφράσεις
Πηγές
- σιωπηλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιωπηλός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σιωπηλός | ἡ | σιωπηλή | τὸ | σιωπηλόν |
| γενική | τοῦ | σιωπηλοῦ | τῆς | σιωπηλῆς | τοῦ | σιωπηλοῦ |
| δοτική | τῷ | σιωπηλῷ | τῇ | σιωπηλῇ | τῷ | σιωπηλῷ |
| αιτιατική | τὸν | σιωπηλόν | τὴν | σιωπηλήν | τὸ | σιωπηλόν |
| κλητική ὦ! | σιωπηλέ | σιωπηλή | σιωπηλόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σιωπηλοί | αἱ | σιωπηλαί | τὰ | σιωπηλᾰ́ |
| γενική | τῶν | σιωπηλῶν | τῶν | σιωπηλῶν | τῶν | σιωπηλῶν |
| δοτική | τοῖς | σιωπηλοῖς | ταῖς | σιωπηλαῖς | τοῖς | σιωπηλοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σιωπηλούς | τὰς | σιωπηλᾱ́ς | τὰ | σιωπηλᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σιωπηλοί | σιωπηλαί | σιωπηλᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιωπηλώ | τὼ | σιωπηλᾱ́ | τὼ | σιωπηλώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σιωπηλοῖν | τοῖν | σιωπηλαῖν | τοῖν | σιωπηλοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σιωπηλός, -ή, -όν, συγκριτικός :σιωπηλότερος, υπερθετικός : σιωπηλότατος
Παράγωγα
- σιωπηλῶς
Αναφορές
- s.v. σιωπώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σιωπηλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιωπηλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.