quiet

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός quiet
συγκριτικός quieter / more quiet
υπερθετικός quietest / most quiet

quiet (en)

  1. ήσυχος, που κάνει πολύ λίγο θόρυβο
    Be quiet! I am trying to sleep!
    Κάνε ησυχία! Προσπαθώ να κοιμηθώ!
     συνώνυμα: silent
     αντώνυμα: loud
  2. έχει ησυχία, που είναι ειρηνικός και χωρίς να διακοπεί
    Go to the room, it’s quiet there.
    Πήγαινε στο δωμάτιο, έχει ησυχία εκεί.

Ουσιαστικό

quiet (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ησυχία, η ηρεμία
    I haven’t had a moment of quiet!
    Δεν έχω ούτε μια στιγμή ησυχία.
    quiet on the western front - ηρεμία στο δυτικό μέτωπο
    Be quiet, please!
    Ησυχάστε, σας παρακαλώ!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη calmness

Ρήμα

ενεστώτας quiet
γ΄ ενικό ενεστώτα quiets
αόριστος quieted
παθητική μετοχή quieted
ενεργητική μετοχή quieting

quiet (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο θορυβώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ήσυχο ή λιγότερο θορυβώδες
    The city quieted (down) after the riots.
    Η πόλη ησύχασε μετά τις ταραχές.
    Wait for the children to quiet down.
    Περίμενε να ησυχάσουν τα παιδιά.
     συνώνυμα:  shut up και silence

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό quiet quiets
θηλυκό quiète quiètes

quiet (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.