γαληνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαληνίτης οι γαληνίτες
      γενική του γαληνίτη των γαληνιτών
    αιτιατική τον γαληνίτη τους γαληνίτες
     κλητική γαληνίτη γαληνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαληνίτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Galenit < λατινική galena < αρχαία ελληνική γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)

Ουσιαστικό

γαληνίτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.