κεραμική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεραμική | ||
| γενική | της | κεραμικής | ||
| αιτιατική | την | κεραμική | ||
| κλητική | κεραμική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κεραμική < αρχαία ελληνική κεραμική, θηλυκό του κεραμικός < κέραμος
-
κεραμική στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κεραμική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κεραμική
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.