παράλειψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράλειψη οι παραλείψεις
      γενική της παράλειψης* των παραλείψεων
    αιτιατική την παράλειψη τις παραλείψεις
     κλητική παράλειψη παραλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράλειψη < αρχαία ελληνική παράλειψις < παραλείπω

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.li.psi/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

παράλειψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος παραλείπω
    ήταν παράλειψή μου που δεν σας σύστησα με τη γυναίκα μου
  2. (νομικός όρος): στην ελληνική ποινική νομοθεσία η παράλειψη ταυτίζεται με την έννοια της πράξης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.