ολιγολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγολογία οι ολιγολογίες
      γενική της ολιγολογίας των ολιγολογιών
    αιτιατική την ολιγολογία τις ολιγολογίες
     κλητική ολιγολογία ολιγολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολιγολογία < ολίγο + -λογία

Ουσιαστικό

ολιγολογία θηλυκό

  • το να λέει κανείς λίγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.