ellipsis
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| ellipsis | ellipses |
Ουσιαστικό
ellipsis (en)
- τα αποσιωπητικά, σημείο στίξης που αποτελείται από τρεις τελείες (… ή ...)
- → δείτε το σύμβολο …
- (γραμματική) η έλλειψη, η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.