λακωνικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λακωνικότητα | οι | λακωνικότητες |
| γενική | της | λακωνικότητας | των | λακωνικοτήτων |
| αιτιατική | τη | λακωνικότητα | τις | λακωνικότητες |
| κλητική | λακωνικότητα | λακωνικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λακωνικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λακωνικότης από την αιτιατική σε -ότητα < λακωνικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.ko.niˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐κω‐νι‐κό‐τη‐τα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Λάκωνας
Μεταφράσεις
λακωνικότητα
|
Πηγές
- λακωνικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.