βιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

βιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιάζω (ασκώ βία) < βία

Προφορά

ΔΦΑ : /viˈa.zo/ (χωρίς συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιάζω

Ρήμα

βιάζω, πρτ.: βίαζα, στ.μέλλ.: θα βιάσω, αόρ.: βίασα, παθ.φωνή: βιάζομαι, π.αόρ.: βιάστηκα, μτχ.π.π.: βιασμένος

  1. εξαναγκάζω άλλο άτομο σε σεξουαλική πράξη, διαπράττω βιασμό
  2. υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βία

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

βιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βιάζω (σπεύδω & κάνω συνουσία με τη βία) < αρχαία ελληνική βιάζω (ασκώ βία) < βία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvʝa.zo/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιάζω

Ρήμα

βιάζω, πρτ.: έβιαζα, στ.μέλλ.: θα βιάσω, αόρ.: έβιασα, παθ.φωνή: βιάζομαι, π.αόρ.: βιάστηκα, μτχ.π.π.: βεβιασμένος

  1. πιέζω κάποιον να κάνει κάτι ή να επισπεύσει κάτι, να κάνει πιο γρήγορα, να βιαστεί
    Κάνε με την ησυχία σου, δεν σε βιάζει κανείς.
      Βιάσου να μη νυχτώσεις, γιατί θα φύγουνε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
      Σε μια τέτοια στιγμή, αναδύθηκε ξαφνικά απ’ το σκοτάδι το πρόσωπο της Μάρμως, όπως του ψιθύριζε στο σταθμό με δειλή φωνή: «Κίτσο, θάμαι, θάμαι… τώρα εγώ η μητέρα σου…». Έβιασε τον εαυτό του να διώξει από μπρος του τη μορφή της, μα εκείνη τον ακολούθησε για κάμποσα ακόμη λεπτά: «Κίτσο… ήθελα από χτες να σου πω… θάμαι, θάμαι τώρα εγώ η μητέρα σου…». (Τάσος Αθανασιάδης, Οι Πανθέοι [μυθιστόρημα])
  2. (στο γ' πρόσωπο) για κάτι που είναι επείγον
    Η υπόθεση βιάζει πολύ.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βία & βια

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία

βιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βιάζω (ασκώ βία) < βία

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βιάζω < βί(α) + -άζω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.