επισπεύδω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισπεύδω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισπεύδω < ἐπί + σπεύδω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈspe.vðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισπευστικός

Ρήμα

επισπεύδω, πρτ.: επεσπευσμένος, αόρ.: επέσπευσα, παθ.φωνή: επισπεύδομαι, π.αόρ.: επισπεύσθηκα

  1. κάνω, τελειώνω κάτι πριν από την προκαθορισμένη χρονική στιγμή
  2. κάνω κάτι με πιο γρήγορους ρυθμούς ώστε να τελειώσει πριν την προκαθορισμένη χρονική στιγμή
     συνώνυμα: επιταχύνω
     αντώνυμα: καθυστερώ

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.