απαραβίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαραβίαστος η απαραβίαστη το απαραβίαστο
      γενική του απαραβίαστου της απαραβίαστης του απαραβίαστου
    αιτιατική τον απαραβίαστο την απαραβίαστη το απαραβίαστο
     κλητική απαραβίαστε απαραβίαστη απαραβίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαραβίαστοι οι απαραβίαστες τα απαραβίαστα
      γενική των απαραβίαστων των απαραβίαστων των απαραβίαστων
    αιτιατική τους απαραβίαστους τις απαραβίαστες τα απαραβίαστα
     κλητική απαραβίαστοι απαραβίαστες απαραβίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαραβίαστος < α- στερητικό + παραβιάζω

Επίθετο

απαραβίαστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει παραβιαστεί
  2. που δεν μπορεί να παραβιαστεί
    ένα χρηματοκιβώτιο πρακτικά απαραβίαστο
  3. που δεν πρέπει να παραβιαστεί
    τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματα του ανθρώπου

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.