απαραβίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαραβίαστος | η | απαραβίαστη | το | απαραβίαστο |
| γενική | του | απαραβίαστου | της | απαραβίαστης | του | απαραβίαστου |
| αιτιατική | τον | απαραβίαστο | την | απαραβίαστη | το | απαραβίαστο |
| κλητική | απαραβίαστε | απαραβίαστη | απαραβίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαραβίαστοι | οι | απαραβίαστες | τα | απαραβίαστα |
| γενική | των | απαραβίαστων | των | απαραβίαστων | των | απαραβίαστων |
| αιτιατική | τους | απαραβίαστους | τις | απαραβίαστες | τα | απαραβίαστα |
| κλητική | απαραβίαστοι | απαραβίαστες | απαραβίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απαραβίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει παραβιαστεί
- που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- ένα χρηματοκιβώτιο πρακτικά απαραβίαστο
- που δεν πρέπει να παραβιαστεί
- τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματα του ανθρώπου
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απαραβίαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.