βια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βια | ||
| γενική | της | βιας | ||
| αιτιατική | τη | βια | ||
| κλητική | βια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο. | ||||
| Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βια
Ουσιαστικό
βια θηλυκό
Συγγενικά
- βιάζομαι (προφορά 1η, με συνίζηση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.