εξαναγκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαναγκάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαναγκάζω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + αναγκάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.naŋˈɡa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαναγκάζω
παλιότερος συλλαβισμός: εξαναγκάζω

Ρήμα

εξαναγκάζω, αόρ.: εξανάγκασα, παθ.φωνή: εξαναγκάζομαι, π.αόρ.: εξαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: εξαναγκασμένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εξ, αναγκάζω και ανάγκη

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.