βιάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιάση | ||
| γενική | της | βιάσης | ||
| αιτιατική | τη | βιάση | ||
| κλητική | βιάση | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιάση < βιάζω, βιά(ζομαι) + -ση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvʝa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βιά‐ση
Αναφορές
- βιάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.