βιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος βιάζω
Προφορά 1
- ΔΦΑ : /viˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ά‐ζο‐μαι
Προφορά 2
- ΔΦΑ : /ˈvʝa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βιά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
βιάζομαι
- παθητική φωνή του βιάζω: πρέπει να κάνω κάτι γρήγορα γιατί επείγει ή γιατί δεν έχω αρκετό χρόνο μπροστά μου· επείγομαι, είμαι βιαστικός
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιάζομαι | βιαζόμουν(α) | θα βιάζομαι | να βιάζομαι | ||
| β' ενικ. | βιάζεσαι | βιαζόσουν(α) | θα βιάζεσαι | να βιάζεσαι | (βιάζου) | |
| γ' ενικ. | βιάζεται | βιαζόταν(ε) | θα βιάζεται | να βιάζεται | ||
| α' πληθ. | βιαζόμαστε | βιαζόμαστε βιαζόμασταν |
θα βιαζόμαστε | να βιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | βιάζεστε | βιαζόσαστε βιαζόσασταν |
θα βιάζεστε | να βιάζεστε | (βιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | βιάζονται | βιάζονταν βιαζόντουσαν |
θα βιάζονται | να βιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βιάστηκα | θα βιαστώ | να βιαστώ | βιαστεί | ||
| β' ενικ. | βιάστηκες | θα βιαστείς | να βιαστείς | βιάσου | ||
| γ' ενικ. | βιάστηκε | θα βιαστεί | να βιαστεί | |||
| α' πληθ. | βιαστήκαμε | θα βιαστούμε | να βιαστούμε | |||
| β' πληθ. | βιαστήκατε | θα βιαστείτε | να βιαστείτε | βιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | βιάστηκαν βιαστήκαν(ε) |
θα βιαστούν(ε) | να βιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βιαστεί | είχα βιαστεί | θα έχω βιαστεί | να έχω βιαστεί | βιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις βιαστεί | είχες βιαστεί | θα έχεις βιαστεί | να έχεις βιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βιαστεί | είχε βιαστεί | θα έχει βιαστεί | να έχει βιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιαστεί | είχαμε βιαστεί | θα έχουμε βιαστεί | να έχουμε βιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βιαστεί | είχατε βιαστεί | θα έχετε βιαστεί | να έχετε βιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιαστεί | είχαν βιαστεί | θα έχουν βιαστεί | να έχουν βιαστεί | ||
Εκφράσεις
- όποιος βιάζεται, σκοντάφτει
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
βιάζομαι < μέση φωνή του ρήματος βιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.