βιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος βιάζω

Προφορά 1

ΔΦΑ : /viˈa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιάζομαι

Ρηματικός τύπος

βιάζομαι

Προφορά 2

ΔΦΑ : /ˈvʝa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιάζομαι

Ρηματικός τύπος

βιάζομαι

Κλίση

Εκφράσεις

  • όποιος βιάζεται, σκοντάφτει



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βιάζομαι < μέση φωνή του ρήματος βιάζω

Ρηματικός τύπος

βιάζομαι

  1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ βία
  2. αγωνίζομαι, μάχομαι
  3. πετυχαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.