βία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βία | οι | βίες |
| γενική | της | βίας | των | βιών |
| αιτιατική | τη | βία | τις | βίες |
| κλητική | βία | βίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
βία < αρχαία ελληνική βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- βία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βία, -ας θηλυκό
- σωματική δύναμη, ισχύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 219 (219-221)
- αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ, | κτήμαθ᾽ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾽ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι, | τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν·
- Κι όταν χαλάσουμε με τον χαλκό τη δύναμή σας, | όλο το βιος σου, ό,τι μέσα στο σπίτι σου κατέχεις κι απέξω στους αγρούς, | με του Οδυσσέα τα αγαθά θα παν μαζί·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ, | κτήμαθ᾽ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾽ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι, | τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 5. Πυθέᾳ ‹Αἰγινήτῃ ἀγενείῳ› παγκρατιαστῇ, 20 (5.20-5.21)
- εἰ δ᾽ ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι | αὐτόθεν ἅλμαθ᾽ ὑποσκάπτοι τις·
- Μ᾽ αν είναι λόγος, ή την ευτυχία τους ή των χεριώ τη δύναμη να εγκωμιάσω ή τους σιδερομάχητους πολέμους των, | τότ᾽ ας μου σκάψουν τόπο για τα πιο μακριά πηδήματα·
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι | αὐτόθεν ἅλμαθ᾽ ὑποσκάπτοι τις·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 219 (219-221)
- κατάχρηση δύναμης, άσκηση βίας, βίαιος τρόπος, βιαιότητα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 539 (539-540)
- εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν, | αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτίσεται ἀνδρῶν.»
- Αν όμως έφτανε μια μέρα εκείνος, αν το χώμα της πατρίδας του πατούσε, | γρήγορα τότε, με τον γιο του παραστάτη, θα πάρει εκδίκηση για την παράνομή τους βία.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν, | αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτίσεται ἀνδρῶν.»
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 8. Ἀριστομένει Αἰγινήτῃ παλαιστῇ, 15 (8.15)
- βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ.
- Η βία τον υπερφίαλο θά ᾽ρθει μια μέρα που θα τον καταστρέψει.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 196b (196b-196c)
- Ἔρως οὔτ᾽ ἀδικεῖ οὔτ᾽ ἀδικεῖται οὔτε ὑπὸ θεοῦ οὔτε θεόν, οὔτε ὑπ᾽ ἀνθρώπου οὔτε ἄνθρωπον. οὔτε γὰρ αὐτὸς βίᾳ πάσχει, εἴ τι πάσχει — βία γὰρ Ἔρωτος οὐχ ἅπτεται·
- ο Έρως ούτε αδικεί θεό ή άνθρωπο ούτε αδικείται από θεό ή άνθρωπο. Γιατί ούτε τα χτυπήματα που δέχεται —αν δέχεται— προέρχονται από βία (γιατί βία δεν αγγίζει τον Έρωτα)·
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Ἔρως οὔτ᾽ ἀδικεῖ οὔτ᾽ ἀδικεῖται οὔτε ὑπὸ θεοῦ οὔτε θεόν, οὔτε ὑπ᾽ ἀνθρώπου οὔτε ἄνθρωπον. οὔτε γὰρ αὐτὸς βίᾳ πάσχει, εἴ τι πάσχει — βία γὰρ Ἔρωτος οὐχ ἅπτεται·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 539 (539-540)
- (στη δοτική ως επίρρημα) (βίᾳ ή βίῃ) καταναγκαστικά, διά της βίας
- ιωνικός τύπος : βίη
- επικός τύπος : (στη δοτική) βίῃφι
Συγγενικά
Εκφράσεις
- βίη Ἡρακληείη: ο δυνατός Ηρακλής, η δύναμη του Ηρακλή
- βίᾳ τινός: παρά τη θέληση κάποιου
- ἐκ βίας: διά της βίας
- πρὸς βίαν: διά της βίας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 103
- οὐ μὴ πίθηται· πρὸς βίαν δ᾽ οὐκ ἂν λάβοις.
- Ποτέ δε θα πειστεί και με τη βία δε θα μπορέσεις να τον βάλεις χέρι.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- οὐ μὴ πίθηται· πρὸς βίαν δ᾽ οὐκ ἂν λάβοις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 103
- ὑπό βίας: διά της βίας, χωρίς τη θέληση κάποιου
Πηγές
- βία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- βία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.