βιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιασμένος | η | βιασμένη | το | βιασμένο |
| γενική | του | βιασμένου | της | βιασμένης | του | βιασμένου |
| αιτιατική | τον | βιασμένο | τη | βιασμένη | το | βιασμένο |
| κλητική | βιασμένε | βιασμένη | βιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιασμένοι | οι | βιασμένες | τα | βιασμένα |
| γενική | των | βιασμένων | των | βιασμένων | των | βιασμένων |
| αιτιατική | τους | βιασμένους | τις | βιασμένες | τα | βιασμένα |
| κλητική | βιασμένοι | βιασμένες | βιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.