βιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιαστικός | η | βιαστική | το | βιαστικό |
| γενική | του | βιαστικού | της | βιαστικής | του | βιαστικού |
| αιτιατική | τον | βιαστικό | τη | βιαστική | το | βιαστικό |
| κλητική | βιαστικέ | βιαστική | βιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιαστικοί | οι | βιαστικές | τα | βιαστικά |
| γενική | των | βιαστικών | των | βιαστικών | των | βιαστικών |
| αιτιατική | τους | βιαστικούς | τις | βιαστικές | τα | βιαστικά |
| κλητική | βιαστικοί | βιαστικές | βιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιαστικός < βιασ- (< βιάζω) + -τικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vʝa.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βια‐στι‐κός
Επίθετο
βιαστικός, -ή, -ό
- (για ανθρώπους) που βιάζεται, που σπεύδει, που δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του διαθέσιμο για να κάνει κάτι
- ↪ φεύγω τώρα, είμαι πολύ βιαστικός
- (για ενέργειες ή αποτελέσματα ενεργειών) γρήγορος
- ↪ έριξε μια βιαστική ματιά στο κείμενο πριν το παραδώσει
- που έγινε με βιασύνη και επομένως δεν είναι πολύ επιμελημένος ή προσεγμένος στις λεπτομέρειες ή στην εκτέλεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.