αβίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβίαστος η αβίαστη το αβίαστο
      γενική του αβίαστου της αβίαστης του αβίαστου
    αιτιατική τον αβίαστο την αβίαστη το αβίαστο
     κλητική αβίαστε αβίαστη αβίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβίαστοι οι αβίαστες τα αβίαστα
      γενική των αβίαστων των αβίαστων των αβίαστων
    αιτιατική τους αβίαστους τις αβίαστες τα αβίαστα
     κλητική αβίαστοι αβίαστες αβίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβίαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβίαστος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvi.a.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβίαστος

Επίθετο

αβίαστος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βία

Συνώνυμα

Αντώνυμα

επίσης δείτε

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.