βάτος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάτος
τονικό παρώνυμο: βατός

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο βάτος οι βάτοι τα βάτα
      γενική του βάτου των βάτων των βάτων
    αιτιατική τον βάτο τους βάτους τα βάτα
     κλητική βάτε βάτοι βάτα
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάτος (θηλυκό για το θάμνο, επίσης αρσενικό για ένα είδος σαλαχιού). Συγκρίνετε με το θηλυκό βάτος.
Βάτος του είδους Rubus crataegifolius.

Ουσιαστικό

βάτος αρσενικό ή θηλυκό

  • (φυτό)
    1. θάμνος του γένους Rubus, συνήθως αγκαθωτός, με οδοντωτά φύλλα και μικρά άνθη· μερικά είδη παράγουν εδώδιμους καρπούς, όπως η βατομουριά και η σμεουριά
    2. (γενικά) αγκαθωτός θάμνος διαφόρων ειδών, ή χαμηλό δέντρο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • βατιάς (αρσενικό, λόγιο)
  • βάτινος
  • βάτινο (ο καρπός)
  • βατοβλάσταρο
  • βατοκόπι
  • βατοκόπος
  • βατοκοπώ
  • βατομουριά
  • βατόμουρο
  • Βατοπέδι
  • βατοπεδινός
  • βατουλιά
  • βατούνι
  • βατουριά
  • και Βατ-, Βατο- (σύνθετα ταξινομικών όρων βοτανικής)

διαλεκτικά:

αρχαία ελληνική:

  • βατία
  • βάτον (ουδέτερο, ο καρπός του θάμνου)

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάτος οι βάτοι
      γενική του βάτου των βάτων
    αιτιατική τον βάτο τους βάτους
     κλητική βάτε βάτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτος αρσενικό

  • (μόνον αρσενικό: ιχθυολογία) είδος ψαριού
     συνώνυμα: βατί

Συγγενικά

  • βατί (ουδέτερο)
  • βατόπουλο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάτος οι βάτοι
      γενική της βάτου των βάτων
    αιτιατική τη βάτο τις βάτους
     κλητική βάτε βάτοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάτος (θηλυκό για το θάμνο). Συγκρίνετε με το αρσενικό βάτος.

Ουσιαστικό

βάτος αρσενικό ή θηλυκό

  • (λόγιο, βοτανική) ο βάτος, όπως αναφέρεται σε βιβλικό κείμενο

Εκφράσεις

  • η φλεγομένη βάτος
  • η καιομένη βάτος : κατά τη Βίβλο, θάμνος που ο Μωυσής είδε να φλέγεται χωρίς να καίγεται (Έξοδος, κεφάλαιο 3)

Μεταφράσεις

Πηγές




Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάτος (αρσενικό και θηλυκό στις ίδιες σημασίες)

Ουσιαστικό

βάτος αρσενικό ή θηλυκό

  • (φυτό) ο βάτος (αγκαθωτός θάμνος)

Παράγωγα

Δε σχετίζεται το βαττολογῶ, ούτε ο δυσβατότοπος (δυσβατό-τοπος)

Ουσιαστικό

βάτος αρσενικό

  • (ιχθυολογία) ο βάτος (είδος ψαριού), ράγια

Παράγωγα

  • βατόπουλον, βατόπουλο (υποκοριστικό)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

βάτος < αβέβαιης ετυμολογίας, μάλλον Πρότυπο:μεσογειακό δάνειο. Πιθανόν συνδέεται με το μαντία και τo συγγενικό στην αλβανική man.
Δε σχετίζονται: Βατίεια, Βάτεια (ιλλυρικής προέλεσυης), ούτε τα παράγωγα όπως βατήρ του βατεύω < βαίνω

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτος αἱ βάτοι
      γενική τῆς βάτου τῶν βάτων
      δοτική τῇ βάτ ταῖς βάτοις
    αιτιατική τὴν βάτον τὰς βάτους
     κλητική ! βάτε βάτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάτω
γεν-δοτ τοῖν  βάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτος θηλυκό

  • (φυτό) ο βάτος (αγκαθωτός θάμνος)

Παράγωγα

  • βατία
  • βάτινος
  • βάτιον
  • βατόεις
  • βατόρριζα
  • βατώδης

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτος οἱ βάτοι
      γενική τοῦ βάτου τῶν βάτων
      δοτική τῷ βάτ τοῖς βάτοις
    αιτιατική τὸν βάτον τοὺς βάτους
     κλητική ! βάτε βάτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάτω
γεν-δοτ τοῖν  βάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτος αρσενικό

Συγγενικά

  • βατίς
  • βατιδοσκόπος

Ετυμολογία 2

βάτος < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή בַּת‎ (baṯ)

Ουσιαστικό

βάτος αρσενικό

  • μονάδα μέτρησης υγρών
    άλλες μορφές: βάδος

Συγγενικά

  • πιθανόν βατιάκη, βατιάκιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.