βατερός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βατερός < βάτ(ος) + -ερός

Επίθετο

βατερός, -ή, -όν

Παράγωγα

  • βατερόν (ουδέτερο)

Πηγές

  • αναζήτηση λέξεων στο polignosi.com - διαδικτυακή σταχυολόγηση από τη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη@biblionet, εκδ.Φιλόκυπρος, 1984-1991, 20 τόμοι.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.