βατήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βᾰτηρ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | βατήρ | οἱ | βατῆρες | |
| γενική | τοῦ | βατῆρος | τῶν | βατήρων | |
| δοτική | τῷ | βατῆρῐ | τοῖς | βατῆρσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | βατῆρᾰ | τοὺς | βατῆρᾰς | |
| κλητική ὦ! | βατήρ | βατῆρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βατῆρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βατήροιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βατήρ < βαίνω, βατ- < βάω
Ουσιαστικό
βατήρ αρσενικό
- το κατώφλι
- η βακτηρία
- βαλβίδα
- εφαλτήριο, βατήρας
- (ελληνιστική σημασία) τμήμα του μουσικού οργάνου της λύρας, του αυλού
- (ελληνιστική σημασία) εκείνος που βαδίζει (μεταγενέστερη σημασία)
Εκφράσεις
Πηγές
- βατήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.