αγκαθωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκαθωτός η αγκαθωτή το αγκαθωτό
      γενική του αγκαθωτού της αγκαθωτής του αγκαθωτού
    αιτιατική τον αγκαθωτό την αγκαθωτή το αγκαθωτό
     κλητική αγκαθωτέ αγκαθωτή αγκαθωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκαθωτοί οι αγκαθωτές τα αγκαθωτά
      γενική των αγκαθωτών των αγκαθωτών των αγκαθωτών
    αιτιατική τους αγκαθωτούς τις αγκαθωτές τα αγκαθωτά
     κλητική αγκαθωτοί αγκαθωτές αγκαθωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγκαθωτός < αγκάθι + -ωτός

Επίθετο

αγκαθωτός

  • που έχει αγκάθια ή πολλές αιχμηρές προεξοχές που μοιάζουν με αγκάθια
το στρατόπεδο ήταν περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα

Συνώνυμα

  • αγκαθερός
  • τσιμπητερός (συνήθως όταν τα αγκαθάκια είναι μικροΐνες, παιδική λέξη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.