αχόρταστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχόρταστος η αχόρταστη το αχόρταστο
      γενική του αχόρταστου της αχόρταστης του αχόρταστου
    αιτιατική τον αχόρταστο την αχόρταστη το αχόρταστο
     κλητική αχόρταστε αχόρταστη αχόρταστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχόρταστοι οι αχόρταστες τα αχόρταστα
      γενική των αχόρταστων των αχόρταστων των αχόρταστων
    αιτιατική τους αχόρταστους τις αχόρταστες τα αχόρταστα
     κλητική αχόρταστοι αχόρταστες αχόρταστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχόρταστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀχόρταστος < ἀ- (α- στερητικό) + χορταστός. χορτασ- + -τος  δείτε τη λέξη χορτάζω. Συγκρίνετε με το αχόρταγος.

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχόρταστος

Επίθετο

αχόρταστος, -η, -ο

  1. που δε χορταίνει
  2. αχόρταγος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χορταίνω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.