αδηφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδηφάγος | η | αδηφάγα | το | αδηφάγο |
| γενική | του | αδηφάγου | της | αδηφάγας | του | αδηφάγου |
| αιτιατική | τον | αδηφάγο | την | αδηφάγα | το | αδηφάγο |
| κλητική | αδηφάγε | αδηφάγα | αδηφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδηφάγοι | οι | αδηφάγες | τα | αδηφάγα |
| γενική | των | αδηφάγων | των | αδηφάγων | των | αδηφάγων |
| αιτιατική | τους | αδηφάγους | τις | αδηφάγες | τα | αδηφάγα |
| κλητική | αδηφάγοι | αδηφάγες | αδηφάγα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδηφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδηφάγος < ἅδην + φαγεῖν
Επίθετο
αδηφάγος, -α, -ο
- που καταβροχθίζει μεγάλη ποσότητα φαγητού
- (μεταφορικά) λαίμαργος, άπληστος, ασυγκράτητος
- ↪ αδηφάγο βλέμμα
- (μεταφορικά) που καταστρέφει ό,τι βρει στο πέρασμά του, καταστροφικός
- ↪ αδηφάγο τέρας η φωτιά
- ≈ συνώνυμα: καταστροφικός
Μεταφράσεις
Πηγές
- αδηφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αδηφάγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.