άπληστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπληστος η άπληστη το άπληστο
      γενική του άπληστου της άπληστης του άπληστου
    αιτιατική τον άπληστο την άπληστη το άπληστο
     κλητική άπληστε άπληστη άπληστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπληστοι οι άπληστες τα άπληστα
      γενική των άπληστων των άπληστων των άπληστων
    αιτιατική τους άπληστους τις άπληστες τα άπληστα
     κλητική άπληστοι άπληστες άπληστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπληστος < αρχαία ελληνική ἄπληστος

Επίθετο

άπληστος -η -ο

  • που χαρακτηρίζεται από τη διαρκή επιθυμία να αποκτά όλο και περισσότερα αγαθά χωρίς να ικανοποιείται ποτέ,πλεονέκτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.