λιτοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιτοδίαιτος | η | λιτοδίαιτη | το | λιτοδίαιτο |
| γενική | του | λιτοδίαιτου | της | λιτοδίαιτης | του | λιτοδίαιτου |
| αιτιατική | τον | λιτοδίαιτο | τη | λιτοδίαιτη | το | λιτοδίαιτο |
| κλητική | λιτοδίαιτε | λιτοδίαιτη | λιτοδίαιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιτοδίαιτοι | οι | λιτοδίαιτες | τα | λιτοδίαιτα |
| γενική | των | λιτοδίαιτων | των | λιτοδίαιτων | των | λιτοδίαιτων |
| αιτιατική | τους | λιτοδίαιτους | τις | λιτοδίαιτες | τα | λιτοδίαιτα |
| κλητική | λιτοδίαιτοι | λιτοδίαιτες | λιτοδίαιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιτοδίαιτος < ελληνιστική κοινή λιτοδίαιτος < αρχαία ελληνική λιτός + -δίαιτος (< δίαιτα)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λιτοδίαιτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.