αχορτασιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχορτασιά οι αχορτασιές
      γενική της αχορτασιάς των αχορτασιών
    αιτιατική την αχορτασιά τις αχορτασιές
     κλητική αχορτασιά αχορτασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχορτασιά < (ελληνιστική κοινή) ἀχορτασία

Ουσιαστικό

αχορτασιά θηλυκό

  1. το να μην χορταίνει κάποιος
     συνώνυμα: αδηφαγία, βουλιμία, λαιμαργία
  2. (μεταφορικά) απληστία
     συνώνυμα: πλεονεξία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.