φαταούλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαταούλας οι φαταούλες
      γενική του φαταούλα
    αιτιατική τον φαταούλα τους φαταούλες
     κλητική φαταούλα φαταούλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαταούλας < από τη φράση φάτα ούλα (φάτα όλα)

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.taˈu.las/

Ουσιαστικό

φαταούλας αρσενικό

  1. ο παμφάγος, λαίμαργος
  2. ο άπληστος που τα θέλει όλα δικά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.