αχόρταγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχόρταγος η αχόρταγη το αχόρταγο
      γενική του αχόρταγου της αχόρταγης του αχόρταγου
    αιτιατική τον αχόρταγο την αχόρταγη το αχόρταγο
     κλητική αχόρταγε αχόρταγη αχόρταγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχόρταγοι οι αχόρταγες τα αχόρταγα
      γενική των αχόρταγων των αχόρταγων των αχόρταγων
    αιτιατική τους αχόρταγους τις αχόρταγες τα αχόρταγα
     κλητική αχόρταγοι αχόρταγες αχόρταγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχόρταγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχόρταγος < ἀ- (α- στερητικό) + (χορταίνω) χορτα- + -γος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχόρταγος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχόρταγος

Επίθετο

αχόρταγος, -η, -ο

  1. αυτός που δε χορταίνει εύκολα, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει εύκολα το αίσθημα της πείνας
    αχόρταγος άνθρωπος
  2. (μεταφορικά) για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη τόσο έντονη, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να την ικανοποιήσει
    αχόρταγη επιθυμία για εκδίκηση
  3. (μεταφορικά) για άνθρωπο άπληστο, πλεονέκτη
    αχόρταγο είναι το μάτι του ανθρώπου

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.