αχόρταγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχόρταγος | η | αχόρταγη | το | αχόρταγο |
| γενική | του | αχόρταγου | της | αχόρταγης | του | αχόρταγου |
| αιτιατική | τον | αχόρταγο | την | αχόρταγη | το | αχόρταγο |
| κλητική | αχόρταγε | αχόρταγη | αχόρταγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχόρταγοι | οι | αχόρταγες | τα | αχόρταγα |
| γενική | των | αχόρταγων | των | αχόρταγων | των | αχόρταγων |
| αιτιατική | τους | αχόρταγους | τις | αχόρταγες | τα | αχόρταγα |
| κλητική | αχόρταγοι | αχόρταγες | αχόρταγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχόρταγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχόρταγος < ἀ- (α- στερητικό) + (χορταίνω) χορτα- + -γος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χόρ‐τα‐γος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χόρ‐τα‐γος
Επίθετο
αχόρταγος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αχόρταστος
- αυτός που δε χορταίνει εύκολα, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει εύκολα το αίσθημα της πείνας
- ↪ αχόρταγος άνθρωπος
- (μεταφορικά) για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη τόσο έντονη, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να την ικανοποιήσει
- ↪ αχόρταγη επιθυμία για εκδίκηση
- (μεταφορικά) για άνθρωπο άπληστο, πλεονέκτη
- ↪ αχόρταγο είναι το μάτι του ανθρώπου
Μεταφράσεις
Πηγές
- αχόρταγος, αχόρταστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αχόρταστος (& αχόρταγος) - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀχόρταγος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.