χορτάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορτάτος η χορτάτη το χορτάτο
      γενική του χορτάτου της χορτάτης του χορτάτου
    αιτιατική τον χορτάτο τη χορτάτη το χορτάτο
     κλητική χορτάτε χορτάτη χορτάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορτάτοι οι χορτάτες τα χορτάτα
      γενική των χορτάτων των χορτάτων των χορτάτων
    αιτιατική τους χορτάτους τις χορτάτες τα χορτάτα
     κλητική χορτάτοι χορτάτες χορτάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χορτάτος < χορταίνω

Επίθετο

χορτάτος

  1. ο χορτασμένος από τροφή
  2. (μεταφορικά) ο χορτασμένος από πολυτέλεια ή από έρωτα, αυτός που δεν είναι στερημένος από κάτι σημαντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.