ασεβής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασεβής | η | ασεβής | το | ασεβές |
| γενική | του | ασεβούς* | της | ασεβούς | του | ασεβούς |
| αιτιατική | τον | ασεβή | την | ασεβή | το | ασεβές |
| κλητική | ασεβή(ς) | ασεβής | ασεβές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασεβείς | οι | ασεβείς | τα | ασεβή |
| γενική | των | ασεβών | των | ασεβών | των | ασεβών |
| αιτιατική | τους | ασεβείς | τις | ασεβείς | τα | ασεβή |
| κλητική | ασεβείς | ασεβείς | ασεβή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασεβής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσεβής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.seˈvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σε‐βής
Επίθετο
ασεβής, -ής, -ές, συγκριτικός : ασεβέστερος, υπερθετικός : ασεβέστατος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Παράγωγα
- άσεβα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.