ἀσεβής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀσεβής | τὸ ἀσεβές | οἱ, αἱ ἀσεβεῖς | τὰ ἀσεβῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀσεβοῦς | τοῦ ἀσεβοῦς | τῶν ἀσεβῶν | τῶν ἀσεβῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀσεβεῖ | τῷ ἀσεβεῖ | τοῖς, ταῖς ἀσεβέσι(ν) | τοῖς ἀσεβέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀσεβῆ | τὸ ἀσεβές | τοὺς, τὰς ἀσεβεῖς | τὰ ἀσεβῆ |
| Κλητική | ἀσεβές | ἀσεβές | ἀσεβεῖς | ἀσεβῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀσεβεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ἀσεβοῖν | |||
Αντώνυμα
Παράγωγα
- ἀσεβῶς
- ἀσεβέστερος, ἀσεβέστατος (παραθετικά)
- ἀσεβέστατα
Αναφορές
- ἀσεβής στο logeion.uchicago.edu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.