ἀσεβής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀσεβής τὸ ἀσεβές οἱ, αἱ ἀσεβεῖς τὰ ἀσεβ
Γενική τοῦ, τῆς ἀσεβοῦς τοῦ ἀσεβοῦς τῶν ἀσεβῶν τῶν ἀσεβῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἀσεβεῖ τῷ ἀσεβεῖ τοῖς, ταῖς ἀσεβέσι(ν) τοῖς ἀσεβέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀσεβ τὸ ἀσεβές τοὺς, τὰς ἀσεβεῖς τὰ ἀσεβ
Κλητική ἀσεβές ἀσεβές ἀσεβεῖς ἀσεβ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀσεβεῖ
Γενική-Δοτική ἀσεβοῖν

Ετυμολογία

ἀσεβής < ἀ- στερητικό + -σεβής < σέβας, ρήμα σέβομαι.

Επίθετο

ἀσεβής, -ής, -ές
  1. ασεβής, ανίερος
    ἀσεβεῖς περὶ θεούς
    θεῶν ἀσεβής (κατά των θεών)

Αντώνυμα

Παράγωγα

  • ἀσεβῶς
  • ἀσεβέστερος, ἀσεβέστατος (παραθετικά)
  • ἀσεβέστατα

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.