ευλαβής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευλαβής η ευλαβής το ευλαβές
      γενική του ευλαβούς* της ευλαβούς του ευλαβούς
    αιτιατική τον ευλαβή την ευλαβή το ευλαβές
     κλητική ευλαβή(ς) ευλαβής ευλαβές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευλαβείς οι ευλαβείς τα ευλαβή
      γενική των ευλαβών των ευλαβών των ευλαβών
    αιτιατική τους ευλαβείς τις ευλαβείς τα ευλαβή
     κλητική ευλαβείς ευλαβείς ευλαβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευλαβής < αρχαία ελληνική εὐλαβής < εὖ + λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vlaˈvis/

Επίθετο

ευλαβής -ής -ές

  • (για πρόσωπα) που συμμετέχει με δέος σε λατρευτικές εκδηλώσεις και δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό προς το Θεό
    ευλαβής πιστός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.