θεοσεβής
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
θεοσεβής
<
αρχαία ελληνική
θεοσεβής
Επίθετο
θεοσεβής
, -ής, -ές
που δείχνει
σεβασμό
προς το
θεό
Συνώνυμα
θεοσεβούμενος
ευσεβής
ευλαβής
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
θεοσεβής
<
θεός
+
σέβω
Επίθετο
θεοσεβής
, -ής, -ές
αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς
ο
ευσεβής
, ο
θρήσκος
Μεταφράσεις
θεοσεβής
γαλλικά
:
pieux
(fr)
,
dévot
(fr)
ισπανικά
:
devoto
(es)
,
piadoso
(es)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.