βλάσφημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλάσφημος | η | βλάσφημη | το | βλάσφημο |
| γενική | του | βλάσφημου | της | βλάσφημης | του | βλάσφημου |
| αιτιατική | τον | βλάσφημο | τη | βλάσφημη | το | βλάσφημο |
| κλητική | βλάσφημε | βλάσφημη | βλάσφημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλάσφημοι | οι | βλάσφημες | τα | βλάσφημα |
| γενική | των | βλάσφημων | των | βλάσφημων | των | βλάσφημων |
| αιτιατική | τους | βλάσφημους | τις | βλάσφημες | τα | βλάσφημα |
| κλητική | βλάσφημοι | βλάσφημες | βλάσφημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλάσφημος < αρχαία ελληνική βλάσφημος (ίσως < βλάπτω + φήμη)
Επίθετο
βλάσφημος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.