βλάσφημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλάσφημος η βλάσφημη το βλάσφημο
      γενική του βλάσφημου της βλάσφημης του βλάσφημου
    αιτιατική τον βλάσφημο τη βλάσφημη το βλάσφημο
     κλητική βλάσφημε βλάσφημη βλάσφημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλάσφημοι οι βλάσφημες τα βλάσφημα
      γενική των βλάσφημων των βλάσφημων των βλάσφημων
    αιτιατική τους βλάσφημους τις βλάσφημες τα βλάσφημα
     κλητική βλάσφημοι βλάσφημες βλάσφημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βλάσφημος < αρχαία ελληνική βλάσφημος (ίσως < βλάπτω + φήμη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvla.sfi.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈvla.sfi.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈvla.sfi.mo/ ουδέτερο

Επίθετο

βλάσφημος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.