δασύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δασύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δασύνω < αρχαία ελληνική δασύνομαι (είμαι δασύτριχος) [1] < αρχαία ελληνική δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaˈsi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δασύνω

Ρήμα

δασύνω, πρτ.: δάσυνα, αόρ.: δάσυνα, παθ.φωνή: δασύνομαι, π.αόρ.: δασύνθηκα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δασύς

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.