επιμερισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιμερισμός οι επιμερισμοί
      γενική του επιμερισμού των επιμερισμών
    αιτιατική τον επιμερισμό τους επιμερισμούς
     κλητική επιμερισμέ επιμερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμερισμός < ελληνιστική κοινή ἐπιμερισμός

Ουσιαστικό

επιμερισμός αρσενικό

  • ο χωρισμός ενός ποσού ή αφηρημένου πράγματος σε μερίδια και η κατανομή τους
      ο διαχειριστής της πολυκατοικίας είναι αρμόδιος για τον επιμερισμό των κοινόχρηστων εξόδων στα διαμερίσματα
      η δικαιοσύνη θα αποφανθεί για τον επιμερισμό των ευθυνών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.